Υπάρχει η εντύπωση ότι στο διαδίκτυο όλες οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες, με μόνο περιορισμό αυτές που απαιτούν username και password . Ωστόσο, τα διαδικτυακά επίπεδα εκτείνονται πολύ «βαθύτερα» από τη συνήθη αναζήτηση του μέσου χρήστη. Το «άλλο περιεχόμενο» είναι αυτό του «Βαθύ Ιστού» (Deep Web), το οποίο δεν έχει καταχωρηθεί στις παραδοσιακές μηχανές αναζήτησης, όπως η Google. Οι πιο απομακρυσμένες γωνιές του Deep Web, τμήματα γνωστά ως «σκοτεινό διαδίκτυο» (Dark Web), περιέχουν περιεχόμενο που έχει σκόπιμα αποκρυφτεί. To μέγεθος του Deep Web δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ούτε κατά προσέγγιση. Φαίνεται πάντως και αποτελεί μία κοινή παραδοχή, ότι το γνωστό διαδίκτυο που χρησιμοποιεί ο καθημερινός χρήστης είναι ένα κλάσμα μεγέθους, συγκριτικά με το Deep Web.
Το Dark Web μπορεί να χρησιμοποιηθεί για νόμιμους σκοπούς ή και για παράνομες και κακόβουλες δραστηριότητες. Τέτοιο παράνομο περιεχόμενο έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των νομικών και των αστυνομικών αρχών τα τελευταία χρόνια, ενώ ερευνητές και ειδικοί σε θέματα ασφάλειας αναπτύσσουν συνεχώς μέσα με τα οποία θα μπορούσαν να εντοπίσουν κρυφές υπηρεσίες ή άτομα που θεωρούνται επικίνδυνα.
Η πρόσβαση στο Deep/Dark Web επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικού λογισμικού όπως το Tor (συντομογραφία για το The Onion Router). Το λογισμικό Tor βασίζεται σε ένα δίκτυο υπολογιστών εθελοντών χρηστών στο οποίο η διαδρομή της πληροφορίας χάνεται μέσα σε χαώδεις διασυνδέσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να αναζητήσει τον αρχικό χρήστη που μεταδίδει ή αναζητεί μια πληροφορία. Επίσης ορισμένοι προγραμματιστές έχουν δημιουργήσει εργαλεία μέσω των οποίων μπορεί να έχει κάποιος απευθείας πρόσβαση σε αρχεία Tor -αν και η χρήση αυτών των εργαλείων δεν αποτρέπει την ανωνυμία - χωρίς να χρειάζεται να εγκαταστήσει λογισμικό Τor στον υπολογιστή του.
Στο Dark Web, οι χρήστες περιηγούνται συχνά μέσα από καταλόγους όπως το «Κρυφό Wiki» (Hidden Wiki), το οποίο οργανώνει τους ιστότοπους ανά κατηγορία, παρόμοια με τη Wikipedia. Οι χρήστες μπορούν επίσης να εξερευνούν το Dark Web με μηχανές αναζήτησης με ευρείες παραμέτρους ή/και συγκεκριμένες, ψάχνοντας τις περισσότερες φορές για παράνομο υλικό (λαθρεμπόριο, απαγορευμένες ουσίες ή άσεμνο περιεχόμενο). Η επικοινωνία των χρηστών στο Dark Web πραγματοποιείται με τις κλασικές μεθόδους διαδικτυακής επικοινωνίας (email, chat), με τη διαφορά ότι αυτή η επικοινωνία βασίζεται πάνω στο λογισμικό τύπου Tor- που αναφέραμε παραπάνω. Ωστόσο είναι αδύνατο να υπάρχει σαφήνεια για τη φύση της κινητικότητας και το είδος των πληροφοριών που διακινούνται προς μια ιστοσελίδα ή για τις προτιμήσεις των χρηστών συνολικά ή μεμονωμένα, εξαιτίας των λογισμικών ανωνυμίας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα λογισμικά ανωνυμίας (όπως το Tor) διατηρούν σκόπιμα την ανωνυμία περιεχομένου και δραστηριότητας. Τα παραπάνω λογισμικά χρησιμοποιούνται για νόμιμες, αλλά και για παράνομες δραστηριότητες, με τεράστιο εύρος π.χ. από την προστασία ταυτότητας χρήστη, μέχρι την αγοροπωλησία παράνομων πραγμάτων που αγοράζονται κυρίως με ψηφιακά νομίσματα, όπως το Bit coin. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να παρακάμψουν τη λογοκρισία, να εχουν πρόσβαση σε αποκλεισμένο περιεχόμενο, ή να διατηρήσουν το απόρρητο των ευαίσθητων επικοινωνιών ή επιχειρηματικών σχεδίων. Παράλληλα, κακόβουλοι παράγοντες, εγκληματίες και τρομοκράτες, αλλά και στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας κρατών αξιοποιούν τον κυβερνοχώρο, έχοντας το Dark Web ως πρώτης τάξεως μέσο για επικοινωνία, συντονισμό και δράση.
Συμπερασματικά, ο «Βαθύς Ιστός» φαίνεται να μην έχει περιορισμούς , λογοκρισία και κανόνες. Υπάρχει γύρω μας, π.χ. όταν ακούμε για κυβερνοεπιθέσεις σε δημόσιους, στρατιωτικούς φορείς ή και σε επιχειρήσεις, τράπεζες κλπ. Χαρακτηρίζεται από μια άναρχη φύση, που πηγάζει από την ανωνυμία του και η εισβολή σε αυτόν δεν είναι εύκολη υπόθεση, και κυρίως δεν είναι ασφαλής!